ξεχολιάζω

ξεχολιάζω
παύω να είμαι χολιασμένος, αποβάλλω τον θυμό μου, ξεθυμώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε)-* + χολιάζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ξεχολιάζω — ξεχόλιασα, αμτβ., παύω να είμαι θυμωμένος, αποβάλλω το θυμό μου, τη δυσαρέσκειά μου, το πείσμα μου, ξεθυμώνω: Αυτός δεν ξεχολιάζει εύκολα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξεχόλιασμα — το [ξεχολιάζω] το αποτέλεσμα τού ξεχολιάζω, η παύση τού θυμού, το ξεθύμωμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”